- μενσεβίκος
- οο οπαδός τής θεωρίας και τής πολιτικής τού μενσεβικισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. men'shevik < men'she «λιγότερο, μικρότερο» (πρβλ. malo «λίγο» + επίθημα -vik].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μενσεβικικός — ή, ό και μενσεβίκικος, η, ο [μενσεβίκος] αυτός που αναφέρεται στους μενσεβίκους ή στον μενσεβικισμό … Dictionary of Greek
μενσεβικισμός — ο η θεωρία και η πολιτική τής ομάδας που αποτέλεσε το 1903 τη μειοψηφία στο Β Συνέδριο τού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος τής Ρωσίας, κατά την εκλογή τών ηγετικών οργάνων τού κόμματος, και η οποία δεν απέκλειε τη συνεργασία και την κοινή… … Dictionary of Greek